- ειναλιφοιτος
- εἰναλίφοιτοςεἰνᾰλί-φοιτος2погружающийся или погруженный в море
(λίνα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λίνα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ειναλίφοιτος — εἰναλίφοιτος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται συχνά μέσα στη θάλασσα («εἰναλίφοιτα λίνα») … Dictionary of Greek
εἰναλίφοιτα — εἰναλίφοιτος roaming the sea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)